πεταλώνω

πεταλώνω
πετάλωσα, πεταλώθηκα, πεταλωμένος, προσαρμόζω, καρφώνω στα νύχια του ζώου πέταλα· φρ., «Πεταλώθηκα να πάω», σε περίπτωση ανεπιθύμητης πρότασης, για να πάμε κάπου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πεταλώνω — πεταλώνω, πετάλωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πεταλώνω — πεταλώ, όω, ΝΑ [πέταλον] 1. προσαρμόζω πέταλα στα πέλματα τών οπλών τών ζώων, καλιγώνω 2. μτφ. βασανίζω, κακοποιώ …   Dictionary of Greek

  • καλιγώνω — και καλιβώνω (Μ καλιγώνω και καλικώνω) [καλίγι(ον)] πεταλώνω υποζύγια, προσαρμόζω και καρφώνω πέταλο στην οπλή τους νεοελλ. 1. φρ. «καλιγώνει τον ψύλλο» για ανθρώπους ευφυέστατους και πονηρούς που μπορούν να κατορθώσουν και τα ακατόρθωτα 2.… …   Dictionary of Greek

  • ξεκαλιγώνω — 1. βγάζω τα πέταλα από τα πόδια πεταλωμένου ζώου 2. παθ. ξεκαλιγώνομαι χάνω τα πέταλα μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + καλιγώνω «πεταλώνω»] …   Dictionary of Greek

  • ξεπεταλώνω — αφαιρώ τα πέταλα από ίππο ή άλλο ζώο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ πεταλώνω (βλ. λ. ξ[ε] )] …   Dictionary of Greek

  • περιπεταλώ — όω, Α καλύπτω επιφάνεια με πλάκες, ιδίως μεταλλικές. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πεταλῶ «πεταλώνω»] …   Dictionary of Greek

  • πετάλωθρο — και πετάλωτρο, το, Ν 1. ειδικό εργαλείο, με το οποίο γίνεται το πετάλωμα 2. ξύλινη κατασκευή με τέσσερεις ορθοστάτες, μέσα στην οποία τοποθετούνται τα ζώα που αντιδρούν στο πετάλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεταλώνω + επίθημα θρο / τρο (πρβλ. σάρω θρο, φίμ …   Dictionary of Greek

  • πετάλωμα — το, Ν [πεταλώνω] η προσαρμογή τού πετάλου στο πέλμα τής οπλής τών ζώων, καλίγωμα …   Dictionary of Greek

  • πεταλωτήριο — το, Ν εργαστήριο ή χώρος όπου πεταλώνουν τα άλογα και άλλα ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεταλώνω + επίθημα τήριο (πρβλ. αναμορφω τήριο). Η λ., στον λόγιο τ. πεταλωτήριον, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • πεταλωτής — ο, Ν ειδικός στο πετάλωμα τών αλόγων και άλλων ζώων, καλιγωτής, αλμπάνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεταλώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”