πεταλώνω — πεταλώνω, πετάλωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πεταλώνω — πεταλώ, όω, ΝΑ [πέταλον] 1. προσαρμόζω πέταλα στα πέλματα τών οπλών τών ζώων, καλιγώνω 2. μτφ. βασανίζω, κακοποιώ … Dictionary of Greek
καλιγώνω — και καλιβώνω (Μ καλιγώνω και καλικώνω) [καλίγι(ον)] πεταλώνω υποζύγια, προσαρμόζω και καρφώνω πέταλο στην οπλή τους νεοελλ. 1. φρ. «καλιγώνει τον ψύλλο» για ανθρώπους ευφυέστατους και πονηρούς που μπορούν να κατορθώσουν και τα ακατόρθωτα 2.… … Dictionary of Greek
ξεκαλιγώνω — 1. βγάζω τα πέταλα από τα πόδια πεταλωμένου ζώου 2. παθ. ξεκαλιγώνομαι χάνω τα πέταλα μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + καλιγώνω «πεταλώνω»] … Dictionary of Greek
ξεπεταλώνω — αφαιρώ τα πέταλα από ίππο ή άλλο ζώο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ πεταλώνω (βλ. λ. ξ[ε] )] … Dictionary of Greek
περιπεταλώ — όω, Α καλύπτω επιφάνεια με πλάκες, ιδίως μεταλλικές. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πεταλῶ «πεταλώνω»] … Dictionary of Greek
πετάλωθρο — και πετάλωτρο, το, Ν 1. ειδικό εργαλείο, με το οποίο γίνεται το πετάλωμα 2. ξύλινη κατασκευή με τέσσερεις ορθοστάτες, μέσα στην οποία τοποθετούνται τα ζώα που αντιδρούν στο πετάλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεταλώνω + επίθημα θρο / τρο (πρβλ. σάρω θρο, φίμ … Dictionary of Greek
πετάλωμα — το, Ν [πεταλώνω] η προσαρμογή τού πετάλου στο πέλμα τής οπλής τών ζώων, καλίγωμα … Dictionary of Greek
πεταλωτήριο — το, Ν εργαστήριο ή χώρος όπου πεταλώνουν τα άλογα και άλλα ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεταλώνω + επίθημα τήριο (πρβλ. αναμορφω τήριο). Η λ., στον λόγιο τ. πεταλωτήριον, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
πεταλωτής — ο, Ν ειδικός στο πετάλωμα τών αλόγων και άλλων ζώων, καλιγωτής, αλμπάνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεταλώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek